- ἐστεμμένους
- στέφωput roundperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προικοκτησία — η, Ν (για εστεμμένους και ηγεμόνες) η απόκτηση νέων εδαφών από δωρεά δημόσιων κτημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίκα + κτησία (< κτητος < κτώμαι), πρβλ. ιδιο κτησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek